- σελφ σέρβις
- το(λ. αγγλ.), αυτοεξυπηρέτηση σε κατάστημα ή εστιατόριο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σελφ-σέρβις — το, Ν άκλ. 1. αυτοεξυπηρέτηση 2. χαρακτηρισμός καταστήματος στο οποίο οι πελάτες εξυπηρετούνται μόνοι τους, χωρίς την μεσολάβηση πωλητή ή άλλου υπαλλήλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. self service] … Dictionary of Greek
μόδα — Όρος που δηλώνει τη διάδοση μιας ορισμένης συνήθειας, της οποίας εκφράζει κυρίως τον επίκαιρο και εντυπωσιακό χαρακτήρα. Από αυτό προέρχεται η γνώμη πως η μ. είναι ένα παροδικό, επιπόλαιο φαινόμενο, χωρίς καμιά πραγματική ή ιδεολογική υπόσταση,… … Dictionary of Greek